Τάσος Φωτοδήμος – Όλο το rock πάνω του!
Ο μουσικός που σέβονται όλοι οι μουσικοί. Σπάνιο πράγμα στην Ελλάδα. Γεννημένος ντράμερ. Όσοι τον έχουν δει να παίζει δεν θα το ξεχάσουν ποτέ.
Ένα ηλιόλουστο μεσημέρι τον είδα να περπατά μόνος στην Αδριανού, στο Μοναστηράκι, κατά μήκος των γραμμών του τρένου. Φορούσε ένα φρεσκοπλυμένο ξεβαμμένο μπλουτζίν παντελόνι και μπουφάν, με μια άσπρη μπλούζα και άσπρο αθλητικό παπούτσι. Βάδιζε τεμπέλικα και χαιρόταν την ελευθερία του. Όμορφος και καθαρός. Όλο το ροκ επάνω του. Ήταν ο Τάσος Φωτοδήμος. Ο μουσικός που σέβονται όλοι οι μουσικοί. Σπάνιο πράγμα στην Ελλάδα. Έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου και δεν φοβήθηκε ποτέ του. Το τρίπτυχο sex, drugs και rock’ n’ roll είναι αποτυπωμένο επάνω του. Περσόνα.
Μεγαλωμένος στα σφαιριστήρια του Βύρωνα. Η γενιά του πετροπόλεμου και του δρόμου που εκφράστηκε με τη ροκ μουσική και τα συγκροτήματα, δίχως αύριο, αλλά με το πάθος για μουσική. Γεννημένος ντράμερ. Όσοι τον έχουν δει να παίζει δεν θα το ξεχάσουν ποτέ. Παίζει με τέτοιο στυλ, δύναμη και τσαγανό, αυτό που λέμε τα θέλω όλα και τα θέλω τώρα. Ντράμερ των Νοστράδαμος, των Σπυριδούλα, των θρυλικών S.O.S που έγραψαν ιστορία στα ροκ κλαμπ της Πλάκας, της Λερναίας Ύδρας, των Funky Chicken. Έχει τζαμάρει με όλους τους ρόκερς. Το παίξιμό του έχει εμπνεύσει πολλούς Έλληνες ντράμερ. Ο Τάσος Φωτοδήμος με τ’ όνομα, που λένε οι παλιοί…
Πώς μπήκες στην μουσική;Με τράβηξαν τα τύμπανα όταν πρωτοείδα παρέλαση! Ήταν ολόκληρη μπάντα με πνευστά και χάλκινα και κολλάω στον τυμπανιστή. Πιτσιρικάς ήμουν. Στο δημοτικό. Θυμάμαι σε εκείνη την ηλικία δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω. Κουνιόμουν, χτυπιόμουν με ρυθμό, στο σχολείο τους είχα τρελάνει όλους γιατί χτυπούσα συνέχεια το θρανίο! Το ‘χα από πολύ μικρός. Τα τύμπανα. Ούτε κιθάρες, ούτε μπάσα… Άσε που τότε ούτε φωτογραφίες δεν είχαμε. Τέλη του ’50 με μέσα του ’60 δεν υπήρχε τίποτα. Που να δούμε μια μπάντα στημένη κανονικά με τα μπάσα της, με τα τύμπανά της, με τα πλήκτρα… Ελάχιστα πράγματα.Και πότε πρωτοείδες στημένη μπάντα σε φωτογραφία ή μπροστά σου;
Στη δεκαετία του ’60 ο πρώτος μου ξάδερφος έκανε δημόσιες σχέσεις σε διάφορα κλαμπάκια και από ένα κλαμπ, το Chez Nous, φέρνει βράδυ την μπάντα στο σπίτι του και κάνει ένα πάρτι! Έχουν, λοιπόν, ένα ζευγάρι κόνγκας στημένα εκεί στο σαλόνι που δεν τα χρησιμοποιεί κανείς και πάω και παίζω εγώ, όλο το βράδυ. Δέκα ετών. Εκείνο το βράδυ είδα για πρώτη φορά στημένα τύμπανα κι άνθρωπο να παίζει. Ήταν οι Four Greeks, η μετέπειτα μπάντα της Νάνας Μούσχουρη! Τότε ήταν η φάση των Playboys… Forminx. Μέσα ‘60. Μεσουρανούσαν οι ορχήστρες… Aris Alba και τέτοια. Οι περισσότερες ήταν φτιαγμένες για τις ανάγκες δουλειάς. Έπαιζαν σε ξενοδοχεία, στο Χίλτον, στην παραλία σε διάφορα κλαμπ.
Στο σπίτι σου πώς ήταν η φάση με την μουσική;
Είχαμε ένα ραδιόφωνο Wega με λυχνία, το οποίο έβαζα το βράδυ κάτω από το μαξιλάρι κι άκουγα την αμερικάνική βάση, τον σταθμό IFRS. Τίποτα άλλο όμως εκτός από αυτό! Δηλαδή εγώ μουσική από εκεί άκουσα. Καθημερινά ερχόταν αεροπλάνο από την Αμερική που έφερνε διάφορα πράγματα για τους Αμερικάνους στη βάση και μέσα σ’ όλα αυτά έφερνε τις ηχογραφημένες εκπομπές του Wolfman Jack! Βέβαια για το προσωπικό των αμερικανικών βάσεων, όχι για μας. Τον άκουγα καμπάνα. Δεν ξέρεις τι μηχανήματα είχαν τότε οι Αμερικάνοι, σε σχέση με τα δικά μας που άκουγαν Νάσο Πατέτσο…(γέλια) Κι εγώ άκουγα από ένα τεράστιο ράδιο και το κεφάλι μου πάνω από το μαξιλάρι ήταν, να έτσι! (γέλια). Ο πατέρας μου δεν μ’ άφηνε να ακούω, ειδικά βράδια έκανα φασαρία… Πάλι εδώ με το ραδιόφωνο, μου φώναζε.
Ψάχνεσαι γενικότερα με τον ήχο;
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 άρχισα να ψάχνομαι. Έχω το περιοδικό Ήχος από το 1ο τεύχος που βγήκε το ’73 μέχρι σήμερα, δεν έχω χάσει τεύχος. Πήγαινα στις εκθέσεις του στο Χίλτον από τις αρχές ’80. Στα 70ς πήρα ένα κασετοφωνάκι, μετά ένα BSR πικαπάκι μ’ ένα ελληνικό ενισχυτή και κάτι ηχειάκια… έτσι ξεκίνησα τη φάση. Δίσκους έπαιρνα από το 1969. Είχαμε πάει με τον Λάκη Ζώη και το Γιώργο Στεφανάκη (των Πελόμα Μποκιού) στα Χανιά για παίξιμο. Βέβαια, μέναμε σ’ ένα σπίτι όλοι μαζί. Μέχρι σήμερα έχουν να το λένε ότι ο Φωτοδήμος μας έμαθε ν’ ακούμε μουσική. Είχα πάρει κάτι καλά ηχεία μαζί κι έπαιζα τους δίσκους σ’ ένα πικαπάκι τύπου Τεπάζ, όπου για να παίζει καλά και να μην πηδάει ο βραχίονας έβαζα πάνω ένα δίφραγκο! Ήθελε βάρος η κεφαλή για να σταθεί και να βγει ο δίσκος μέχρι τέλους! Το δίσκο “ΙΙ” των Led Zeppelin με το Whole Lotta Love μου το δώρισε ένας φίλος που δούλευε μουσικός σε κρουαζιερόπλοια γιατί του είχε πέσει πολύ βαρύ στο στομάχι του για τις μουσικές που έπαιζε! Έπαθα μόλις τον άκουσα. Είχα ήδη τότε και δίσκους του Jimi Hendrix και των Animals που μου άρεσαν πάρα πολύ. Κι όταν λέμε πολύ, τρελά όμως.
Που σύχναζες τότε;
Σ’ ένα σφαιριστήριο που είχε τζουκ – μποξ. Τότε ήταν το μόνο μηχάνημα που έπαιζε μουσική. Έβαζα Hendrix και κολλούσα στο ηχείο. Με βλέπει μια φορά ο αδερφός μου και μου λέει τι έπαθες; Τι έπαθα; Ρε συ, έχουν γυρίσει τα μάτια σου! Τι λες ρε Δημήτρη, μουσική ακούω. Κι είναι ανάγκη να χώνεις το κεφάλι σου μέσα στο μεγάφωνο; Έτσι ακούω καλά γιατί εσείς όλοι φωνάζετε με τα ποδοσφαιράκια και με τα μπιλιάρδα.
Που ήταν αυτό το σφαιριστήριο;
Στο Βύρωνα. Εκεί έμενα. Στα σύνορα με Παγκράτι, μόλις άρχιζε ο Βύρωνας. Τέλος Φρύνης, πεντακόσια μέτρα πιο πάνω. Η κίνηση ήταν εκεί. Στο Νέο Παγκράτι. Με καφενεία, κινηματογράφους, θερινούς, χειμερινούς…
Αλητεύατε δηλαδή…
Εγώ Γιάννη μου, από μωρό! Γι’ αυτό ήταν διάφορες μαμάδες στη γειτονιά που έλεγαν στα παιδιά τους: Με τον Τάσο δεν θέλω να κάνετε παρέα! Κι όμως ήμουν ο πιο cool. Άλλοι έπαιρναν πέτρες και τις πέταγαν σε νεογέννητα γατάκια. Εγώ δεν έκανα τέτοια πράγματα. Ούτε να πειράξω τα κοριτσάκια που πήγαιναν σχολείο…
Μπάλα έπαιζες;
Α, παππαπα. Που τέτοιο πράγμα. Άντε το πολύ – πολύ κανά πόλεμο. Γειτονιά με τα παιδιά της και άλλη γειτονιά με τα παιδιά της και πολεμούσαμε με ξύλα, με ασπίδες. Κι αυτό πάλι το βαριόμουν. Αλλά όταν στηνόταν ποδόσφαιρο, έφευγα.
Κι εγώ στα σύνορα μένω μια ζωή, Ν. Σμύρνη και ο επόμενος δρόμος είναι Π. Φάληρο, παλιά Αμφιθέα…
Νέα Σμύρνη έμεναν και οι Βασίλης και Νίκος Σπυρόπουλος. Οι Σπυριδούλα. Κι έμεινα μαζί τους ένα διάστημα. Απέναντι από τον κλασικό φούρνο, σ’ ένα διώροφο. Τότε που κάναμε το Φλου, έμεναν στο Κολωνάκι, στη Φωκυλίδου. Στο Φλου, παίζω κι εγώ σε δύο κομμάτια, αλλά ο δίσκος δεν γράφει σε ποια. Ούτε για τους άλλους που έπαιξαν μέσα, το Δημήτρη Πολύτιμο, το Νίκο Πολίτη, το Λάκη Διακογιάννη και άλλους που συμμετείχαν. Έπαιξα τύμπανα στα κομμάτια Που Να Γυρίζεις και στο Οι Σοβαροί Κλόουν, στο οποίο κάνει φωνητικά η Δήμητρα Γαλάνη. Υπήρχε θέμα εταιριών εκείνη την εποχή και γι’ αυτό δεν μπήκε το όνομά της στο δίσκο.
Που γράφτηκε ο δίσκος «Φλου»;
Στo στούντιο της Columbia. Εκεί που μια μέρα απροειδοποίητα, πλάκωσαν οι μπουλντόζες και το ισοπέδωσαν. Ένα από τα ιστορικότερα σημεία της Αθήνας. Έμπαινες μέσα και υπήρχε η αύρα του Χατζιδάκι, του Τσιτσάνη. Όλοι εκεί μέσα γράψαμε. Στην Columbia. Από την πρώτη μέρα μέχρι την τελευταία ήμουν εκεί. Για πολλές μέρες. Νομίζω ότι εκείνη την εποχή ήταν το ρεκόρ ωρών στο στούντιο, οι Σπυριδούλα. Τότε έπαιζα στο γκρουπ. Ήμουν ο ντράμερ των Σπυριδούλα. Πριν πάω ντράμερ ήταν ο Ανδρέας Μουζακίτης που μαζί έκαναν τα κομμάτια του δίσκου επί ενάμιση χρόνο. Εγώ δεν ήταν να γράψω τίποτα απολύτως. Ο δίσκος θα γραφόταν με τον Ανδρέα ντράμερ, ο οποίος σε κείνη τη φάση έφυγε και τον αντικατέστησα εγώ. Κανά μήνα πριν μπούμε στούντιο. Μου ζητήθηκε να παίξω σε αυτά τα δύο κομμάτια. Ο πυρήνας της μπάντας ήταν ο Βασίλης και ο Νίκος Σπυρόπουλος, ο Τόλης Μαστρόκαλος κι εγώ.
Εφ’οσον ήσουν μέλος της μπάντας, με συμμετοχή στο δίσκο γιατί δεν είναι η φωτογραφία σου στο εξώφυλλο;
Όπως μου ζητήθηκε να μπω φωτογραφία στο δίσκο γιατί ήμουν Σπυριδούλα τότε, αρνήθηκα. Δεν ήθελα να μπει φωτογραφία μου. Κι έτσι δεν μπήκε.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος πώς ήταν στη ηχογράφηση;
Ο Παύλος λόγω καταγωγής, ο χαρακτήρας του ήταν πάρα πολύ διακριτικό άτομο. Ευγενέστατος. Πάντα με το χαμόγελό του. Μπορεί να υπέφερε από χαρμάνα εκείνη την ώρα και δεν το έβγαζε αυτό. Έπαιζε, τραγουδούσε…
Μ’ αυτή την σύνθεση πήγατε στο Σπόρτινγκ στη θρυλική εκείνη συναυλία;
Ναι, για το παίξιμο του δίσκου. Κάτσαμε λίγο έξω από το Σπόρτινγκ και βλέπαμε τα τρένα που ερχόντουσαν κι από Κηφισιά κι από Πειραιά και κατέβαινε ο κόσμος και τσιμπιόμασταν. Όλοι αυτοί ήρθαν για μας; Παίζαμε τότε στην Πλάκα στο Tiffany’s. Άνοιξαν τη συναυλία κάτι Νεοσμυρνιώτες, οι Χίο, το Όχι ανάποδα δηλαδή, πολύ καλοί, ωραία μπάντα. Ροκ γκρουπ με στοιχεία Country Joe and The Fish και με ψυχεδελικά στοιχεία. Και κάποιος Σταύρος Παπασταύρου πλήκτρα μαζί μ’ ένα κιθαρίστα. Αυτό. Καλή συναυλία και ιστορική.
Με τον Παύλο Σιδηρόπουλο πού γνωριστήκατε;
Στου Δημήτρη Πολύτιμου το σπίτι. Στο Παγκράτι. Το 1974. Τότε εμφανιζόταν με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Μπαίνει μέσα ένας τύπος με μουστακάκι ξανθό, υπογένειο, ροζ σακάκι, παντελόνι με γκέτα, ψάθινο καπέλο Πάναμα και μπαστούνι! Του λέω ρε Δημήτρη, ποιος είναι αυτός; Ο Παύλος Σιδηρόπουλος που παίζει με τον Μαρκόπουλο! Ήταν ντυμένος έτσι για τις ανάγκες των παραστάσεων. Παρεμπίπτοντος ο Πολύτιμος είναι από τους πλέον καλούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη μουσική. Δεν έχω γνωρίσει πολλούς και ειδικά σαν αυτόν κανέναν θα σου πω.
Από ήχο πώς ήταν τότε οι συναυλίες;
Ήχος; Άσε καλύτερα. Στον ήχο στην συναυλία στο Σπόρτινγκ ήταν ο Άγγελος Μαστοράκης. Πάει να γράψει την συναυλία σε μπομπίνα και ακούγεται μόνο το ένα κανάλι…! Αν έχω χαρακτηρισθεί σαν ο πιο δυνατός ντράμερ, δεν ήταν επειδή έτρωγα σπανάκι κάθε μέρα, αλλά ήταν επειδή κοπανούσα τόσο δυνατά τα τύμπανα γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να τα ακούω! Αν δεν ακούσεις το όργανο δεν παίζεις μουσική.
Πότε απέκτησες την πρώτη δική σου ντραμς;
Μέχρι να πάω στρατό, το 1970, την έβγαζα συνέχεια με νοικιάρικες! Νοίκιαζα τύμπανα από τον Αλεξά, στην Μενάνδρου. Την πρώτη ντραμς την πήρα το 1973 όταν έπαιζα με τους Νοστράδαμος – δεν είχα τύμπανα τότε – και μου είπε ο Στέλιος ο Φωτιάδης ότι δεν είναι δουλειά αυτή να παίζω με νοικιασμένες ντραμς. Με πήγε λοιπόν στον Ανδρεάδη, στη Φειδίου, που είχε Pearle, Korg, Fender και χωρίς προκαταβολή, λόγω Φωτιάδη, πήρα μια Pearle, Fiberglass κιόλας, πριν δει ο κόσμος στην Ελλάδα Fiberglass, με δόσεις. Σκότωνε όμως αυτή η ντραμς! Ειδικά η κάσα! Έτσι απόκτησα τύμπανα. Κάναμε δύο μεγάλες περιοδείες τότε με τους Νοστράδαμος. Τότε γνώρισα και το Θοδωρή Παπαντίνα στην Καστοριά. Σπόρος τότε. Και τζαμάραμε. Είχε καρφί ακόρντο. Δεν ήταν ούτε Hendrix, ούτε Ritchie Blackmore. Ήταν περισσότερο ρυθμικός. Πολύ καλός κιθαρίστας και ωραίος τύπος. Παίξαμε μετά μαζί, το ’80 όταν πήγα για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη και εμφανιζόμασταν στην Σελήνη, ένας πολύ ωραίος χώρος, με βιβλία, παίζαμε και ζωγράφιζαν κάποιοι σε ταμπλό τεράστια. Από εκεί περνούσαν οι πάντες. Παπάζογλου, Ρασούλης, όλη η Θεσσαλονίκη.
Εσύ τότε έβλεπες προοπτική παίζοντας μουσική; Ήθελες να κάνεις καριέρα;
Όχι ποτέ. Γι’ αυτό και δεν μελέτησα. Ούτε μία ώρα. Πότε στη ζωή μου. Ό,τι έπαιζα, τα ‘παιζα live. Είμαι του live. Έκανα το κέφι μου. Ούτε προοπτικές, ούτε να δείξω τίποτα σε κανέναν.
Τότε το σύστημα ήταν εχθρικό στο ροκ;
Αυτό που θυμάμαι στην μεταπολίτευση είναι όταν έπαιζα με τους Socrates, Σπάθας, Τουρκογιώργης κι εγώ. Τρίο. Κάναμε πρόβα στην Πλάκα, στην οδό Χιλλ, σε ένα ωραίο κλαμπάκι. Και μπαμ μπουμ κοπανάνε οι πόρτες και μπαίνει ένα λεφούσι, καμιά δεκαριά μπάτσοι που μας λένε: αυτό που ετοιμάζεται δεν πρόκειται να βγει από εδώ μέσα. Μα οι Socrates, του λέω του αρχιμπάτσου, έχουν δίσκους πριν γεννηθείς εσύ. Παντού έπαιζαν αντάρτικα και Πάνος Τζαβέλλας. Εντάξει… Εδώ στην Ελλάδα το ‘χουμε αυτό. Μόλις ξεκινήσει κάτι, όπως τα βιντεοκλαμπ της δεκαετίας του ’80, έγινε ένα και άνοιγαν τέσσερα βιντεοκλαμπ σε κάθε γειτονιά. Έτσι και με την μουσική. Μόλις βγει κάτι πρέπει να ακολουθήσουν οι πάντες. Θυμάμαι με τους Socrates κάναμε πρόβες και στο Κύτταρο, πίσω από τους καθρέπτες τότε. Τι κάναμε, πού παίξαμε δεν τα καλοθυμάμαι… Θυμάμαι όμως ότι παίζαμε με τους Νοστράδαμος στην Μνησικλέους, ακριβώς απέναντι από τη Σοφίτα, ήρθαν εκεί ο Αντώνης με το Γιάννη και με είδαν και μου πρότειναν να παίξουμε μαζί. Με τον Αντώνη παίξαμε και στη Γιορτή του Κρασιού το ’77, καλοκαίρι τότε που πέθανε ο Elvis Presley. Μαζί μας ο αδερφός του, ο Άκης Τουρκογιώργης κι ο πληκτράς των X-Ray Pictures, μακαρίτης τώρα. Πολύ καλός μουσικός. Έχω γυρίσει κι έχω τζαμάρει με όλο τον πλανήτη.
Έκανες άλλες δουλειές;
Μια φορά μόνο πιτσιρικάς δούλεψα σε γραφομηχανές, πολύγραφους, αριθμομηχανές. Στο σέρβις.
Δύσκολα χρόνια;
Χωρίς φράγκα περνούσα ζάχαρη. Στα Σεπόλια είχα φίλους, τους First και να γυρίζω με τα πόδια Πειραιά. Άνετος όμως. Τραγουδώντας!
Οι First ήταν το πρώτο σου γκρουπ;
Δεν ήμουν μέλος τους. Αλλά παίζαμε μαζί στο Igloo που μετά έγινε Φλίσκος. Και πριν πάει στο Igloo ο Γιώργος ο Φλίσκος ήταν απέναντι από τον Πανελλήνιο στο Καφεθέατρο. Παίζαμε εκεί με μια τοπική μπάντα από το Βύρωνα. Η πρώτη μπάντα που έπαιξα οι Victors. Παίζαμε Rolling Stones, Yardbirds. Εμφανιστήκαμε και σε ένα φεστιβάλ στο Rex που έκανε κάποιος Καραμανέας, κάθε Κυριακή. Μουσικά πρωινά. Τύπου διαγωνισμός τεσσάρων γκρουπ.
Μετά τους Σπυριδούλα έρχεται το μεγάλο κεφάλαιο των Sultans Of Swing. Οι θρυλικοί S.O.S. Band…
Ναι. Στο καπάκι και κολλητά. Ήξερα τον Τζίμη Βατικιώτη, είχαμε κάνει χιλιάδες jam μαζί, γουσταριζόμασταν σαν παίκτες. Μπασίστες πέρασαν πολλοί. Ο Άκης Περδικιώτης, ο Γιώργος Δρίβας και ο Χρήστος Χήρας. Οι βασικοί των S.O.S. ήμασταν εγώ κι ο Βατικιώτης. Παίζαμε στο Tiffany’s και στο Skylab. Ξεκινήσαμε από το 2001, στου Γερμανού, όπως τον λέγαμε, που έφτιαχνε μπροστά σουβλάκια και από πίσω ακούγονταν Soul Sacrifice! Προχωρημένο! Έλληνας ήταν που είχε πάει στη Γερμανία και γύρισε με κάποια φράγκα και ακριβώς απέναντι από την Παλιά Αθήνα, στην Πλάκα, παίρνει ένα χώρο και το κάνει σουβλατζίδικο. Ένα τεράστιο χώρο, που τον χωρίζει και εκεί πίσω παίζαμε εμείς! Γιοκαρίνης, Βατικιώτης, εγώ και μπάσο δεν θυμάμαι. Santana, Pink Floyd, Cream, Hendrix τέτοια πράγματα… Dire Straits εξού και Sultans Of Swing. Από το τραγούδι τους πήραμε και τ’ όνομα. Κι ερχόταν κόσμος… Άκουγαν Hendrix έτσι; Εγώ δεν έπαιζα τα τύμπανα του Mitchell, περισσότερο πλησίαζε στον ήχο του ο Τζίμης. Κι ο άνθρωπος με τι έπαιζε; Με ένα fender ενισχυτή Twin Reverb με το βαθάκι του και μια Stratocaster. Είχε κι ένα “ουά-ουά”! Τίποτε άλλο. Το τι έβγαινε από τον ενισχυτή; Άσε καλύτερα. Δεν μπορώ να το περιγράψω κιόλας. Και ιδρώναμε κιόλας. Όχι αυτό το πράγμα σήμερα. Εγώ κι ο Τζίμης ήμασταν οι πρώτοι ροκ μουσικοί που απαιτήσαμε χιλιάρικο μεροκάμματο και το πήραμε! Παίρναμε λίγα λεφτά όλοι οι μουσικοί στην Πλάκα και πολλοί έπαιζαν και τζάμπα…
Το ακροατήριο σας πώς ήταν;
Εκτός από την πιτσιρικαρία που αποτελούσε μεγάλο κομμάτι του ακροατηρίου μας, ερχόντουσαν καθημερινά και διάφοροι μουσικοί. Συχνά – πυκνά έρχονταν ο Σπάθας με τον Τουρκογιώργη. Λάκης Παπαδόπουλος… πάρα πολύς κόσμος. Το Σεπτέμβριο του ’81 έρχεται και παίζει ο Rory Gallagher στην Αθήνα και του ζήτησε να ακούσει με τους μουσικούς του rock σε ένα κλαμπ. Ο παραγωγός της συναυλίας σκέφτηκε αμέσως εμάς. Και τους έφερε στο Tiffany’s. Βέβαια ο Gallagher δεν κάθισε πολύ γιατί ήταν λιώμα… Κι έμεινε ο μπασίστας, ο Gerry McAvoy και ο ντράμερ. Εκεί γνωρίστηκε ο Τζίμης με τον μπασίστα του Rory κι έφυγε μετά για την Αγγλία. Ήμουν στην Σοφίτα όταν ήρθε ο Βατικιώτης και μου είπε ότι φεύγει…
Τι τύπος ήταν ο Τζίμης;
Αγαπούσε πολύ τα άλογα. Δούλεψε ένα διάστημα σταυλίτης. Και αυτό το διάστημα ήταν όταν είχα φύγει από την μπάντα γιατί είχα κάποια θέματα και ξαναγύρισα μετά. Έφυγα και πήγα στην Αίγινα. Ν’ αράξω. Μου είχε πει ότι πήγε και δούλεψε σταυλίτης για τη φάση τη δική μου… Είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ και δεν ήθελε να συνεχίσει την μπάντα και γι’ αυτό πήγε και δούλεψε το πρωί. Κι εγώ είχα πάει στο νησί για αποτοξίνωση. Είχα αρχίσει τη χρήση από το 1978. Ήπια μια μυτιά ένα πρωινό όταν παίζαμε σ’ ένα κλαμπ του Παγκρατίου, το Rock On… Άμα μπεις σ’ αυτό άστα…
Ήταν εύκολο να μπλέξεις με ναρκωτικά τότε;
Όσο εύκολο θέλανε να είναι οι μπάτσοι για να μην βγαίνεις με πλακάτ και σημαίες στους δρόμους. Τότε αρχές ’80 βγήκε και το σύνθημα «Οι Μπάτσοι Πουλάνε την Ηρωίνη». Ο καθένας το ‘ξερε. Δηλώνανε μικροποσότητες στην υπηρεσία τους και την άλλη την πουλούσανε. Δεν ήμουνα χοντρά χωμένος. Ήμουν χρήστης του Σαββατοκύριακου. Έτσι όμως έχω βγάλει άπειρες χαρμάνες. Και πήγα και μία φυλακή. Όταν παίζαμε το ’81 με τον Ηρακλή στην Σοφίτα, έγινε ένα bust (πέσιμο) σε μια αγορά στο Παγκράτι και με πήρανε. Έξι μέρες στην ασφάλεια. Δεν είχα και τίποτα πάνω μου. Ένα βάρεμα. Δεν ήταν κατηγορία αυτή να με προφυλακίσουν. Με άφησαν ελεύθερο και μετά από τρία χρόνια έγινε το δικαστήριο κι εκεί τρώω δυόμιση χρόνια. Εξέτισα την ποινή στην Αίγινα. Στο εξάμηνο που ήμουν μέσα κάνω το εφετείο και μειώνεται η ποινή σε ενάμιση χρόνο κι επειδή δούλευα μέσα στη φυλακή βγήκα στους 10 μήνες. Στο εφετείο με είχαν φέρει στον Κορυδαλλό. Κι έκατσα εκεί 10 μέρες. Αμάν! Δεινοπάθησα εκεί μέσα. Εκεί κατάλαβα τι είναι η φυλακή. Καμία σχέση με την Αίγινα.
Όταν βγήκες «καθάρισες» με την ιστορία αύτη;
Όχι. Για ένα διάστημα άραξα και μετά ξανάρχισα. Πάρα πολύς κόσμος ήταν τότε μέσα στη φάση. Καθάρισα τελικά με την ηρωίνη το 1992. Πέρασα δηλαδή όλη τη δεκαετία του ’80 in και out. Και στο Βερολίνο είχα πάει κι έμεινα εκεί ένα χρόνο. Εκεί λοιπόν προς τα τέλη του ’92 παθαίνω ένα overdose πολύ χοντρό. Δηλαδή πέθανα. Και ξαναγύρισα… 42 χρονών. Τότε κάθισα και το σκέφτηκα και καθάρισα δια παντός. Με βοήθησε πολύ ένας ψυχαναλυτής. Μου υπέδειξε μια ανοιχτή ομάδα απεξάρτησης, που ήταν στεγνή χωρίς φάρμακα, η οποία είχε μάθει ότι έχει λειτουργήσει. Πράγματι πήγα και πέρασε η ιστορία… Σταμάτησα μαζί και το αλκοόλ. Έπινα τόσο πολύ, τύφλα να’ χει ο Alex Harvey!
Τότε βρίσκονται στο δρόμο σου οι Funky Chicken;
Ναι στα 90ς. Γνωριζόμασταν χρόνια με τον Τάκη Μακρή. Ζούσε και ζει στις εργατικές κατοικίες στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ρεμπέτης του ροκ. Συναντηθήκαμε τυχαία στο Μοναστηράκι και πάμε για καφέ. Μου είπε ότι έχει ένα πιτσιρικά σαξοφωνίστα, τον Τάκη Δρακόπουλο. Θέλουμε να κάνουμε μια μπάντα. Είσαι; Έτσι ξεκινήσαμε. Νίκος Εφεντάκης, κιθάρα. Από αυτή την μπάντα πόσοι και πόσοι μουσικοί πέρασαν. Τελικά κιθαρίστας έμεινε ο Δημήτρης Σινογιάννης. Η φιλοσοφία της μπάντας ήταν να παίζουμε και να γουστάρουμε. Είμαστε οι πρώτοι που παίξαμε αυτό το ρεπερτόριο, δηλαδή soul – jazz. Και αφού κάνουμε αυτή το γκελ στον κόσμο, άρχισαν να βγαίνουν Blues Bug, Drifting Around, αλλά οι πρώτοι που παίξαμε jazz – blues – soul, εξού και το Funky Chicken.
Από το πέρασμά σου από την Λερναία Ύδρα του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη τι θυμάσαι;
Κάπου είχαμε βρεθεί πρίν ανοίξει τη Σοφίτα και μου πρότεινε να παίξω μαζί του. Εκεί γνώρισα τον μπασίστα Μιχάλη Νικολαΐδη που ήταν μαζί μας και στους Funky Chicken. Η Σοφίτα ήταν καλή φάση γιατί ήταν παρθένος χώρος. Όταν πρωτοάνοιξε παίζαμε μπροστά σε πολύ λίγο κόσμο. Σιγά – σιγά όμως στήθηκε το μαγαζί. Ήρθαν και τα πολλά γκρουπ new wave και punk, όπου έφεραν τον κόσμο τους και μαζεύτηκε κόσμος. Έπαιξα και στο δίσκο του Ηρακλή “Παίζεις με τις Μηχανές” κι έμεινε ένα υπόλοιπο που μπήκε στο δίσκο του “Η Στιγμή”.
Τι είναι το rock’n’roll για σένα;
Αυτό που έχω κάνει μέχρι σήμερα. Δεν έχω κάνει και τίποτε άλλο. Το γούσταρα, το αγάπησα κι αυτό ήταν! Ήμουν 5 χρονών όταν παίχθηκε η Ζούγκλα Του Μαυροπίνακα με τον Bill Haley. Στο Mon Cine στο Βύρωνα. 1955. Πάγωσα. Βουτάει ο άλλος το μπάσο τριών τετάρτων, το βάζει κάτω και… Οι Κομήτες. Μου άρεσε πάρα πολύ. Ο κόσμος έσπασε τα καθίσματα. Ο ιδιοκτήτης να έχει φρικάρει. Να ανεβαίνει στον εξώστη που γινόταν χαμός. Χαμός και κάτω. Να μην ξέρει που να πρωτοπάει. Αυτό γινότανε.
Με την ελληνική μουσική δεν τα πας καλά…
Δεν μπορώ ν’ ακούσω. Μ’ αρέσει; Μ’ αρέσει. Πολλά; Αρκετά. Αλλά δεν μπορώ ν’ ακούσω. Δεν θα πάρω ελληνικό δίσκο να τον βάλω στο πικάπ και ν’ αράξω, ν’ ακούσω, ας πούμε Νίκο Ξυλούρη ή Γιώργο Νταλάρα. Δεν μπορώ. Δεκαετία ’90, αυτό που άκουσα πολύ είναι Ξύλινα Σπαθιά. Και λιγότερο Τρύπες, που δεν είναι σαν αξία λιγότερη. Σε ότι έκαναν ήταν από πάνω τους το φάντασμα του Παύλου, αλλά δεν έχει καμία σημασία».
Παλιότερα γκρουπ;
Όταν ήμουν πιτσιρικάς “έπαιζαν” τότε οι Idols, We Five που τους είδα κιόλας στην Ιπποκράτους ένα πρωινό σ’ ένα θέατρο, με Ντέμη Ρούσσο, με Σπύρο Μεταξά κιθάρα, με Μάκη Σαλιάρη τύμπανα, πολύ καλός ντράμερ. Το μεγαλύτερο κλικ μέσα σ’ όλα αυτά μου το’καναν οι M.G.C. Εδώ άκουσα ροκ. Στα 70ς πιο πολύ μου άρεσαν οι Εξαδάκτυλος και τώρα οι Πελόμα Μποκιού.
Αγαπημένος ντράμερ;
Ο John Bonham.
Πώς επιβιώνεις σήμερα;
Δούλεψα ταξί από το 1999 μέχρι το 2011. Πολύ δύσκολη δουλειά. Εκεί να δεις ροκ. Νοικιασμένο. Δωδεκάωρη βάρδια. Άσε που τσιμπιόμουν πολλές φορές. Είναι αληθινό αυτό; Για τον κόσμο αυτό…
Στις δύσκολες στιγμές σου συμπαραστάθηκαν κάποιοι;
Ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης. Ο μόνος που ήρθε και στο δικαστήριο και ήρθε και στην Αίγινα επίσκεψη. Λίγοι το ήξεραν ότι ήμουν εκεί. Μοναδικός φίλος μουσικός. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχω κι άλλους φίλους μουσικούς και πολύ καλά παιδιά.
Γιατί πιστεύεις ότι έχεις κερδίσει τον σεβασμό πολλών μουσικών;
Έμεινα μακριά από συνομωσίες και από ίντριγκες. Για μένα η φάση ήταν μπαγκέτες στα χέρια και παίξιμο. Αυτό ήθελα στη ζωή μου κι αυτό γούσταρα.