Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος

«Η βία συγκαλύπτεται μόνο με ψέματα και τα ψέματα συντηρούνται μόνο με τη βία…» – Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν

Ταινίες που μας βοηθούν να μην ξεχάσουμε.

Μελετώντας την Ιστορία, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι ειδικά σε περιόδους οικονομικής και πολιτιστικής κρίσης, φαινόμενα όπως η ξενοφοβία και ο ρατσισμός, έκαναν έκδηλη την παρουσία τους. Ο Κινηματογράφος, όντας η Έβδομη Τέχνη, λειτουργεί συχνά πυκνά κι ως καθρέφτης της κοινωνίας μας. Κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας ίσως κεντρίζουν το ενδιαφέρον των δημιουργών των ταινιών. Σημαντικά ζητήματα όπως ο ρατσισμός και ο φασισμός, κάθε άλλο παρά ασυγκίνητους πρέπει να μας αφήνουν.

«Ο Λαβύρινθος της Σιωπής» (Labyrinth of Lies / Im Labyrinth des Schweigens) του Τζούλιο Ρικιαρέλι (Γερμανία – 2014)

1958, Γερμανία. Κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβη στο Άουσβιτς και κανείς δε ρωτά. Ένας νεαρός εισαγγελέας ανακαλύπτει ότι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας ήταν ναζί και δήμιοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Πρώην μέλη των Ες Ες είναι τώρα δάσκαλοι, αρτοποιοί, δημόσιοι υπάλληλοι. Κυκλοφορούν ανάμεσα στους ανυποψίαστους συμπατριώτες τους, που νομίζουν ότι οι ιστορίες για τα ολοκαυτώματα και τα βασανιστήρια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν αστικοί μύθοι, ή ακόμη περισσότερο, προπαγάνδα των συμμαχικών δυνάμεων.

Η μεταπολεμική Γερμανία δικάζει για πρώτη φορά το ναζιστικό παρελθόν της στην εντυπωσιακή δημιουργία του Τζούλιο Ρικιαρέλι, «Ο Λαβύρινθος της Σιωπής» (Labyrinth of Lies). Ο Αλεξάντερ Φέλινγκ, o Jonas Hollander του Homeland, που τον συναντήσαμε στο σινεμά ως «Άδωξο Μπάσταρδο» (2009) και ως «Νεαρό Κύριο Γκαίτε» (2010), υποδύεται τον φιλόδοξο Γερμανό εισαγγελέα που τολμά να οδηγήσει πρώην μέλη των Ες Ες στην πρώτη τους δίκη από Γερμανούς. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει φέρνει αλυσιδωτές αντιδράσεις σε μια κοινωνία που έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με το πιο φρικτό παρελθόν της.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Τζούλιο Ρικιαρέλι βγαίνει από τον λαβύρινθο της σιωπής, ξετυλίγοντας τον μίτο της αλήθειας για την αποκατάσταση της Ιστορίας. Έχοντας τα ίδια κινηματογραφικά συμπτώματα με άλλες μεγάλες γερμανικές ταινίες, όπως το «Goodbye Lenin» και «Οι Ζωές των Άλλων», αλλά και μια ενδόμυχη πολιτική και κοινωνική σάτιρα, η ταινία παρουσιάζει με εμπεριστατωμένη έρευνα μία ακόμη εντυπωσιακή καταγραφή των παθών και των παθημάτων της γερμανικής Ιστορίας. Μία συγκλονιστική ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, που είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τον Σεπτέμβριο στο 21o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας – όπου και απέσπασε το Βραβείο Κοινού – και η οποία κυκλοφορεί στις Κινηματογραφικές Αίθουσες την Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου.

 

«Ο Γιος του Σαούλ» (Son of Saul / Saul fia) του Λάζλο Νέμες (Ουγγαρία – 2015)

Οκτώβριος του 1944, στο στρατόπεδο εξόντωσης, Άουσβιτς – Μπίρκεναου. Ο Saul Auslonder (Γκέζα Ρόχινγκ) είναι Ούγγρος, μέλος της Sonderkommando, της ομάδας των Εβραίων κρατουμένων η οποία έχει απομονωθεί από το στρατόπεδο και είναι αναγκασμένη να βοηθά τους Ναζί στον μηχανισμό των μεγάλης κλίμακας εκτελέσεων. Ενώ δουλεύει σ’ ένα από τα κρεματόρια, ο Σαούλ ανακαλύπτει το πτώμα ενός αγοριού το οποίο θεωρεί ότι είναι το παιδί του. Ενώ η Sonderkommando σχεδιάζει εξέγερση, ο Σαούλ αποφασίζει να φέρει εις πέρας μια αδύνατη αποστολή: να σώσει το σώμα του παιδιού από τις φλόγες, να βρει έναν Ραββίνο να απαγγείλει την νεκρώσιμη ακολουθία (Kaddish) και να θάψει το αγόρι όπως πρέπει.

Μία από τις καλύτερες ταινίες της κινηματογραφικής σεζόν, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Λάζλο Νέμες, «Ο Γιος του Σαούλ», βραβεύτηκε τον Μάιο στο Φεστιβάλ Καννών. Ένα σπουδαίο φιλμ και μία μοναδική εμπειρία θέασης, η οποία αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο όλη τη φρίκη του Ολοκαυτώματος, με ήρωα έναν Εβραίο κρατούμενο, που εξαναγκάζεται από τους Ναζί να εξολοθρεύει τους ανθρώπους που συρρέουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το φιλμ πραγματοποίησε την ελληνική του πρεμιέρα στο 56ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

«Απεικονίζοντας μια ακριβή πραγματικότητα όσο γίνεται πιο πιστά στην ιστορία, τα γεγονότα και οι τόποι της φρίκης παρουσιάζονται κατακερματισμένα αφήνοντας χώρο στην φαντασία του θεατή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η κόλαση στην οποία ταξιδεύουμε δεν μπορεί να αποτιμηθεί πλήρως από την ματιά των θεατών, μόνο να ανακατασκευασθεί στο μυαλό τους. Ο πολύγλωσσος διάλογος σε αυτήν την Βαβέλ των εθνών βοηθά στην μεταβίβαση της διαρκούς, οργανικής αίσθησης της ανθρωπιάς, όπως αυτή έχει παγιδευτεί στο μέσον της απανθρωπιάς.» – Λάζλο Νέμες

«Ο Πιανίστας» (The Pianist) του Ρόμαν Πολάνσκι (Πολωνία, Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο – 2002)

Ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν (Άντριεν Μπρόντι), είναι ένας διάσημος Εβραιοπολωνός πιανίστας που δουλεύει στον ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρσοβίας. Όμως βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει όταν ξεσπά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939. Αφού ο ραδιοφωνικός σταθμός καταστρέφεται από τις εκρήξεις, ο Βλαντισλάβ επιστρέφει σπίτι του όπου και μαθαίνει ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έχουν κηρύξει πόλεμο ενάντια στη Γερμανία. Πιστεύοντας ότι ο πόλεμος θα τελειώσει γρήγορα, αυτός και η οικογένειά του γιορτάζουν το γεγονός. Ωστόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής που λαμβάνει χώρα τους επόμενους μήνες, οι συνθήκες διαβίωσης των Εβραίων σταδιακά χειροτερεύουν και τα δικαιώματά τους περιορίζονται. Κάθε οικογένεια επιτρέπεται να έχει ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό. Ενώ παράλληλα όλοι πρέπει να φοράνε ένα περιβραχιόνιο με το Αστέρι του Δαβίδ για να ξεχωρίζουν, οφείλοντας παράλληλα να δέχονται αδιαμαρτύρητα διάφορες ταπεινώσεις.

Η ταινία «Ο Πιανίστας» έδωσε την ευκαιρία στον Πολάνσκι να εξερευνήσει τις Πολωνικές του ρίζες και τα παιδικά του βιώματα. Το φιλμ πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, στις 24 Μαΐου του 2002, όπου και απέσπασε τη μέγιστη διάκριση, τον Χρυσό Φοίνικα. Το φιλμ, βασισμένο στο βιβλίο του Wladyslaw Szpilman, δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές, κερδίζοντας αρκετά βραβεία, μεταξύ των οποίων και τρία Όσκαρ: Καλύτερου Ηθοποιού για τον Έντριαν Μπρόντι, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για τον Ρόναλντ Χάργουντ και Σκηνοθεσίας για τον Ρόμαν Πολάνσκι.

«Πλευρικοί Άνεμοι» (Risttuules / In The Crosswind) του Μάρτι Χέλντε (Εσθονία –  – 2014)

«Δεν μπορώ να κατανοήσω τι κακό έχουμε κάνει εμείς, οι απλοί άνθρωποι, στην τεράστια Ρωσία. Ένα καθεστώς δεν μπορεί να κλέψει από χιλιάδες ανθρώπους αυτό που πιστεύουν και αγαπούν». Η πρωταγωνίστρια, διωγμένη από την πατρίδα της την Εσθονία και τον σύζυγό της, στέλνεται με χιλιάδες συμπατριώτες της στη Σιβηρία, στο πλαίσιο της εθνοκάθαρσης που διεξήγαγαν οι σοβιετικές δυνάμεις κατοχής το 1941.

Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία. Τα σπαρακτικά γράμματά της ηρωίδας μας, είναι η βάση της αφηγηματικής γραμμής, που συνοδεύεται από καθηλωτικά ασπρόμαυρα tableaux vivants, τα οποία δημιουργούν σεκάνς απίστευτης αμεσότητας. «Τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου πέρασαν σαν ασάλευτα» παρατηρεί. Η ταινία στηρίζεται σε μια συναρπαστική σχέση κίνησης και ακινησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε μονοπλάνο χρειάστηκε περίπου 2-6 μήνες για να ετοιμαστεί και μία μέρα για να γυριστεί. Έτσι προέκυψε αυτό το αριστούργημα.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Εσθονού δημιουργού Mάρτι Χέλντε, είναι ένα μικρό ασπρόμαυρο κινηματογραφικό θαύμα. Ένα φιλμ το οποίο είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στο διαγωνιστικό τμήμα του 55ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, όπου και απέσπασε δικαίως το Βραβείο Καλλιτεχνικής Επίτευξης.

«Η Εκλογή της Σόφι» (Sophie’s Choice) του Άλαν Τζέι Πακούλα (Η.Π.Α. – 1982)

Η ταινία αφηγείται τη ζωή της Σόφι (Μέριλ Στριπ) μιας Πολωνέζας, που κατάφερε να γλιτώσει από το στρατόπεδο του Άουσβιτς και που προσπαθεί να φτιάξει από την αρχή τη ζωής της. Οι μνήμες όμως την κυνηγούν και τα τραύματα είναι κρυμμένα βαθιά μέσα της. Τα όσα πέρασε στο Άουσβιτς επηρεάζουν και την μετέπειτα ζωή της. Η υπόθεση ξετυλίγεται στη Νέα Υόρκη του 1947. Ένας νεαρός, ο Στίνγκο (Πίτερ Μακ Νίκολ), που φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας, νοικιάζει ένα διαμέρισμα και δημιουργεί σχέσεις με το ζευγάρι που μένει στο επάνω πάτωμα. Είναι η Σόφι κι ένας Αμερικανοεβραίος βιολόγος, που έχει ψύχωση με τις ιστορίες για το ολοκαύτωμα, ο Νέιθαν (Κέβιν Κλάιν). Ο νεαρός σιγά σιγά αρχίζει να ερωτεύεται την Σόφι, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει τι κρύβει στην ψυχή της. Η γυναίκα ζει τραγικές, αλλά και ευτυχισμένες στιγμές δίπλα στους δυο αυτούς άνδρες.

Μία σπαρακτική ερμηνεία από την Μέριλ Στριπ, σε μία από τις λιγότερο γνωστές ταινίες της, στην αρχή της καριέρας της. Μετά το «The Deer Hunter» του 1978 και το «Kramer vs. Kramer» του 1979, η σπουδαία Αμερικανίδα ηθοποιός, μας χαρίζει εδώ μία υπέροχη ερμηνεία, η οποία της αποφέρει σε ηλικία μόλις 33 χρονών, την 4η υποψήφια της για Όσκαρ (δύο για ‘Α Γυναικείου και δύο δύο Β’ Γυναικείου Ρόλου) και παράλληλα το πρώτο της κερδισμένο Όσκαρ για τον Καλύτερο ‘Α Γυναικείο Ρόλο – είχε προηγηθεί το 1979, το Όσκαρ για τον Καλύτερο ‘Β Γυναικείο Ρόλο, για το φιλμ «Kramer vs. Kramer», με τον Ντάστιν Χόφμαν. Η ταινία «Η Εκλογή της Σόφι» (Sophie’s Choice), είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Στάιρον (βραβευμένο με Πούλιτζερ), με θέμα τη ζωή μιας Πολωνέζας επιζήσασας του Ολοκαυτώματος.

Ο Άλαν Τζ. Πάκουλα, γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης το 1928 από πολωνό-εβραίους γονείς. Σπούδασε δράμα και πλαστικές τέχνες στο πανεπιστήμιο του Γέιλ. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Χόλιγουντ στα στούντιο της Γουόρνερ, σαν βοηθός τεχνικού για ταινίες κινουμένων σχεδίων. Η πρώτη του μεγάλη δουλειά δεν ήταν στη σκηνοθεσία, αλλά στον τομέα της παραγωγής. Το 1962 έκανε παραγωγή στην ταινία «To Kill A Mockingbird», με πρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ. Το 1969, πήρε το βάπτισμα του πυρός στην καρέκλα του σκηνοθέτη με την ταινία «The Sterile Cuckoo», ηρωίδα της οποίας ήταν η Λάιζα Μινέλλι. Το 1971 ο Άλαν Πακουλα πραγματοποίησε το πρώτο μέρος της «τριλογίας της παράνοιας», με τίτλο «Klute» και αφορούσε στην παράξενη σχέση ενός ντετέκτιβ και μιας πόρνης. Η ταινία έτυχε διθυραμβικής υποδοχής από την κριτική. Το δεύτερο μέρος ήταν το θρυλικό φιλμ «Parallax View» (1974), με πρωταγωνιστή τον Γουόρεν Μπίτι. Ένα λαβυρινθώδες μετά-Γουότεργκεϊτ θρίλερ, που έμεινε στην ιστορία για την χρήση υπνωτιστικής εικονογράφησης του ασυνείδητου, μια ταινία μέσα σε ταινία, που αποτελεί υπόδειγμα σκηνοθετικής αρτιότητας. Το τελευταίο μέρος της τριλογίας έρχεται το 1976 και δεν είναι άλλο από το διάσημο «All the President’s Men», με τους Ντάστιν Χόφμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ, το καλύτερο για πολλούς πολιτικό θρίλερ των ‘70s. Το 1982 με τον «Sophie’s Choice» δημιουργεί το απόλυτο ερωτικό δράμα, ένα μυστηριώδες ερωτικό τρίγωνο που άνοιξε το δρόμο της καθιέρωσης για τη Μέριλ Στριπ. Ο Άλαν Τζέι Πακουλα έφυγε το 1998.

«Η Ζωή Είναι Ωραία» (La Vita è Bella / Life is Beautiful) του Ρομπέρτο Μπενίνι (Ιταλία – 1997)

Ο Γκουίντο, ένας Ιταλός εβραϊκής καταγωγής, φτάνει σε μια μικρή πόλη της Ιταλίας για να πιάσει δουλειά ως σερβιτόρος στο ξενοδοχείο του θείου του. Ο Γκουίντο είναι αστείος και χαρισματικός, ειδικά όταν γνωρίζει μια δασκάλα, τη Ντόρα. Η Ντόρα, όμως, προέρχεται από μια πλούσια, αριστοκρατική, μη εβραϊκή οικογένεια. Η μητέρα της θέλει να καλοπαντρευτεί, αλλά η Ντόρα ερωτεύεται τον Γκουίντο και τη μέρα του γάμου της, κλέβονται. Περνούν αρκετά χρόνια και τώρα το ζευγάρι έχει ένα γιο, τον Τζιοζέ. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις έχει ξεσπάσει. Ο Γκουίντο, μαζί με το θείο του και το γιο του αναγκάζονται να επιβιβαστούν σ’ ένα τρένο με προορισμό ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η Ντόρα ζητάει να πάει μαζί τους αλλά δεν της επιτρέπεται. Στο στρατόπεδο, ο Γκουίντο κρύβει το γιο του από τους Ναζί φύλακες, του δίνει κρυφά φαγητό και προσπαθεί να τον κάνει να μην καταλάβει τι πραγματικά συμβαίνει. Έτσι, τον πείθει ότι το στρατόπεδο είναι απλά ένα παιχνίδι, στο οποίο ο παίκτης που θα καταφέρει να μαζέψει 1.000 πόντους θα κερδίσει ένα τανκ. Του λέει αν κλάψει, παραπονεθεί, ζητήσει τη μαμά του ή πει ότι πεινάει θα χάσει…

Η «Ζωή Είναι Ωραία», αποτελεί ίσως την κορυφαία καλλιτεχνική δημιουργία του Ρομπέρτο Μπενίνι, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία, το σενάριο (μαζί με τον Βιντσέζο Τσέραμι), ενώ κρατά για τον εαυτό και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από τη φράση του Λέων Τρότσκι. Εξόριστος στο Μεξικό, γνωρίζοντας ότι θα σκοτωθεί από δολοφόνους του Στάλιν, είδε τη σύζυγό του στον κήπο και έγραψε ότι “η ζωή είναι ωραία”. Το φιλμ έλαβε εφτά υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας, κερδίζοντας εν τέλει τρία, στις κατηγορίες: Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του Μπενίνι (ο οποίος το πανηγύρισε δεόντως και δικαίως) και Καλύτερης Μουσικής.

«Η Λίστα του Σίντλερ» (Schindler’s List) του Στίβεν Σπίλμπεργκ (Η.Π.Α. – 1993)

Η ταινία ξεκινά το 1939 με την επανατοποθέτηση των Πολωνών Εβραίων στο Γκέτο της Κρακοβίας λίγο μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εν τω μεταξύ ο Όσκαρ Σίντλερ, ένας Γερμανός επιχειρηματίας από τη Μοραβία, φτάνει στην πόλη με την ελπίδα να κάνει περιουσία από τον πόλεμο. Ο Σίντλερ δωροδοκεί την Βέρμαχτ και τους αξιωματικούς των Ες Ες και έτσι αγοράζει ένα εργοστάσιο για την παραγωγή εφοδίων του στρατού. Χωρίς να γνωρίζει πολλά για το πως να διευθύνει μια επιχείρηση, προσλαμβάνει τον Ιτζάκ Στερν, υπάλληλο του Εβραϊκού Συμβουλίου, ο οποίος έχει επαφές με τους Εβραίους επιχειρηματίες και τους μαυραγορίτες μέσα στο γκέτο. Οι Εβραίοι επιχειρηματίες δανείζουν στο Σίντλερ τα χρήματα για το εργοστάσιο με αντάλλαγμα ποσοστό από τα κέρδη. Ο Σίντλερ προσλαμβάνει μόνο Εβραίους καθώς κοστίζουν λιγότερο αφού οι μισθοί τους πηγαίνουν στην Ες Ες. Οι εργάτες του Σίντλερ επιτρέπεται να βρίσκονται και εκτός του γκέτο και ο Στερν πλαστογραφεί έγγραφα για να διασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους ως “χρήσιμους” στους Γερμανούς ώστε να τους σώσει από μεταφορά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και από το θάνατο.

Ταινίες όπως “Ο Αληθινός Φασισμός” (1966) του Μιχαήλ Ίλιτς Ρόμ, οι δημιουργίες του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, “Ο Έλληνας Γείτονας” (Katzelmacher – 1969) και “Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά” (Angst Essen Seele Auf – 1974), αλλά και νεότερες προσπάθειες, όπως τα “Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας” (American History X – 1998), “Το Μίσος” (La Hiane- 1994) του Mathie Kassovitz, αλλά και η υπέροχη “Λευκή Κορδέλα” (The White Ribbon – 2009) του Michael Haneke, αποτελούν κλασσικά φιλμ του είδους.