Στα κλαμπ της Αθήνας των ’70s
Τα «ταξίδια» στο παρελθόν είναι δίκοπα μαχαίρια. Τη στιγμή που θυμάσαι κάτι συγκλονιστικό, ένα γεγονός, μια σκηνή που όταν συνέβη αποθηκεύτηκε στον σκληρό δίσκο της μνήμης με τη βαρύτητα του μοναδικού, ανασύρεται ταυτόχρονα και το αντίπαλον δέος.
Ετσι είναι η ζωή. Πίσω-μπρος ένα πράγμα. Παρ’ όλα αυτά, μαζί με μερικούς φίλους (Μάκης Γαζής, Νίκος Σούλης, DC Kostas) τολμούμε μια αναδρομή στα παλιά κλαμπ και τα μπαρ που σημάδεψαν τα νιάτα μας, τότε που νομίζαμε ότι ο πλανήτης δεν θα σταματούσε ποτέ να στροβιλίζεται με τη μανία μεθυσμένου σε φωτισμένη πίστα. Τότε που απλά το σύμπαν δεν είχε ηλικία ή που στη χειρότερη θεωρούσαμε ότι είχε τη δική μας. Αγουρες στιγμές που όμως μας δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι θα μέναμε για πάντα νέοι και τα αγαπημένα στέκια μας θα βρίσκονταν πάντα στις διευθύνσεις που τα αφήσαμε με τα ποτά μας έτοιμα να μας περιμένουν στην μπάρα.
Μεγαλώσαμε, οι παλιές αγάπες χάθηκαν στον παράδεισο ή σε κάποια κόλαση, μας προσπέρασαν ή περπάτησαν στο πλευρό μας. Τα στέκια έκλεισαν, έμειναν όμως οι αναμνήσεις. Βαθιές και θεαματικά ζωντανές. Οταν, ειδικά, έχεις περάσει κάπου τρεις δεκαετίες στη νύχτα, οι θύμησες είναι πολλές. Περπατάω στο κέντρο της πόλης και προσπερνάω σημεία της που άλλοτε είχαν δει τις παρέες μας σε στιγμές απείρου «κάλλους», πρωταγωνιστές σε μια ιλιγγιώδη κούρσα στην οποία ανταγωνιζόμασταν ο ένας τον άλλον για το ποιος θα πάρει το Οσκαρ της απόλυτης παρακμής – μετά από μια θεαματική και πρόσκαιρη ανάληψη στους ουρανούς της καλοπέρασης.
Βλέπαμε στα ξένα περιοδικά, που αγοράζαμε με θρησκευτική ευλάβεια από το χαρτζιλίκι μας, φωτογραφίες της Debbie Harry μεθυσμένης και μαστουρωμένης εντός και εκτός σκηνής και βάζαμε στόχο να την ξεπεράσουμε ξεχνώντας ότι εμείς δεν ήμασταν εκείνη. Βγήκε η Madonna και δώσαμε όρκο αιώνιας πίστης, μπήκαν οι Pet Shop Boys, οι U2, οι Pretenders και οι Cure στις ζωές μας και υπογράψαμε μαζί τους συμβόλαιο ισόβιου σεβασμού. Πήραμε την Donna Summer και τη χρίσαμε ιέρεια την οποία προσκυνούσαμε γονατιστοί μπροστά στον βωμό του Johnnie Walker. Κάθε βράδυ. Κυκλοφορούσε η νέα “Vogue” και γυρίζαμε κατ’ ευθείαν στα κοσμικά για να δούμε τι φορούσε ποιος, πότε και πού. Σε μια εποχή μακράν πιο φτωχή σε μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης βρισκόμασταν εκεί, στην πρώτη γραμμή του καινούργιου. Το σοκ που έφερνε μαζί του ήταν η αγαπημένη μας εξάρτηση και το ταπεινό δόγμα που υπηρετούσαμε λεγόταν “More is Never Εnough”.
Δεν ξέρω αν είμαι ειδικός στο θέμα. Ισως και να ‘μαι ως κάποιο βαθμό – επειδή το να βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα ήταν η δουλειά μου, πίσω από τα πικ-απ, κάθε νύχτα να μετράω τα beats, τα ποτά και τη διάθεση. Από εκεί έχεις την καλύτερη θέα. Τη δεκαετία του ’70 η καρδιά της νυχτερινής Αθήνας χτυπούσε στο τρίγωνο Πλάκα-Κολωνάκι-Κυψέλη και τα καλοκαίρια, κλασικά, κατηφόριζε για την παραλία. Στην Πλάκα, το δωδεκάθεο είχε κατέβει από τον Ιερό Βράχο και ξημεροβραδιαζόταν στις discotheque και τα μπαρ λανσάροντας σε ντόπιους και τουρίστες το σλόγκαν της εποχής, το περίφημο “Greece is kefi”. Γλέντι, ποτό, σεξ, θάλασσα, ήλιος και πάλι από την αρχή. Κι εμείς έφηβοι με ελάχιστους φραγμούς και όρια, με μπερδεμένα «οράματα» βουτηγμένα στο glitter. Ένα από τα παράδοξα ήταν πως αρκετοί από τις παρέες μας έτρεχαν τα πρωινά σε συγκεντρώσεις του ΚΚΕ πριν το βράδυ δηλώσουν υποταγή στον Barry White και τους Police (για να μην ξεχνιόμαστε).
ΘΕΪΚΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Η Πλάκα δονούνταν από μουσικές, μεθυσμένες παρέες, φλερτ, σεξ και μόδες, μια εικόνα διαμετρικά αντίθετη από τη σημερινή. Οι Καρυάτιδες ήταν ένα από τα στέκια μας στην οδό Φλέσσα. Χτυπάγαμε κάρτα. Μια από τις πιο δημοφιλείς disco της Αθήνας με χειμερινή αίθουσα στον 1ο όροφο αλλά και καλοκαιρινή πίστα στην ταράτσα. Ο παράγων «πίστα» όπου κρίνονταν οι χορευτικές δεξιότητες, το στιλ και η επιτυχία της βραδιάς ήταν καθοριστικός. Αν ήθελες να χορέψεις τα γρήγορα κομμάτια ή τα ερωτικά, τα λεγόμενα και “blues” στην αγκαλιά του/της παρτενέρ σου, έπρεπε ν’ ανέβεις εκεί, σε κοινή θέα των υπολοίπων θαμώνων. Στα πικ-απ έπαιζε ο Γιώργος, ένας αδύνατος τύπος που αναλογιζόμενοι τα σημερινά πρότυπα έμοιαζε περισσότερο με σοφιστικέ nerd παρά με dj. Ηταν πολύ καλός και ενημερωμένος. Οι μίξεις του αριστοτεχνικές και το απόθεμα των επιτυχιών στη δισκοθήκη του ατελείωτο. Το πιο εντυπωσιακό gadget ήταν δύο μόνιτορ τηλεόρασης που εν είδει μεγάλων παλμογράφων μετέτρεπαν τον ήχο σε εικόνα που εμείς χαζεύαμε σαν χάνοι μαγεμένοι από το μικρό εκείνο τεχνολογικό θαύμα.
Ο γνωστός σκηνοθέτης Νίκος Σούλης, βασικό μέλος της παρέας μαζί με τους Γιώργο Πανόπουλο και Κώστα Μιχαλοδημητράκη, σχολιάζει χαρακτηριστικά για εκείνες τις βραδιές στις Καρυάτιδες: «Οι Καρυάτιδες ήταν από τις αγαπημένες μας ντισκοτέκ στην Πλάκα με μουσική disco!». Λέει. «Ευτυχώς, οι Rolling Stones έγραψαν το “Miss You” κι έδωσαν άλλοθι σε μας τους “τρυφερούς” ροκάδες να κουνηθούμε… μαζί με τους “καρεκλάδες”». Ο Νίκος αναφέρεται στις φυλές των discotheque που χωρίζονταν χοντρικά στους ροκάδες και τους καρεκλάδες. Οι δεύτεροι, ήταν ταμένοι στη μαύρη μουσική, τη soul και τη funk, αντίγραφα του John Travolta στο “Saturday Night Fever”, την ταινία που παρουσίασε την ποπ κουλτούρα των ’70s καλύτερα ίσως από οποιαδήποτε άλλη, με χορευτική μουσική επένδυση, κυρίως, των Bee Gees που μεσουρανούσαν στα charts. Η κόντρα μεταξύ ροκάδων και καρεκλάδων ήταν θρυλική καθότι οι μεν θεωρούσαν πολύ μπανάλ τους δε, με γραφικότατα σκηνικά μεταξύ των αντιπάλων ομάδων, όπως κραξίματα στους δρόμους και τσαμπουκάδες στα λύκεια. «Θυμάσαι την “μπομπονιέρα”;» συνεχίζει ο φίλος μας. «Ρούλα τη λέγανε, αλλά φορούσε ένα μεσάτο φόρεμα λίγο σαν ’50s, σαν μπομπονιέρα και γι’ αυτό τη φωνάζαμε έτσι. Κι ο πορτιέρης; Ο “ντουλάπας” που μας συμπαθούσε και… μας προστάτευε!».
Το θέμα της πόρτας ήταν και τότε σημαντικό. Αν σε συμπαθούσε ο πορτιέρης έμπαινες, διαφορετικά γιοκ. Ο συγκεκριμένος ήταν τεράστιος και πάντα βλοσυρός και σοβαρός με όλους εκτός από εμάς αφού προκειμένου να του γίνουμε αρεστοί ήμασταν πάντα ευγενικοί. Ομως ξέραμε ότι τα βαριά μας χαρτιά ήταν οι εντυπωσιακές μας συνοδοί που εμφανίζονταν πάντα ντυμένες και μακιγιαρισμένες στην τρίχα. Τότε πιο εύκολα έμπαινες σόλο στον παράδεισο παρά σε disco. Την ενδυματολογική άποψη της προχωρημένης νεολαίας είχε αναλάβει η μπουτίκ Egg, στον υπόγειο χώρο του σημερινού υπουργείου Οικονομικών στο Σύνταγμα (αν είχες φίλη υπάλληλο, σου ‘βαζε και κλεφτά ένα μπλουζάκι στη τσάντα), αργότερα το Acrobat, το new wave Remember, το θεοκλάσικο Flowers from Valentino και φυσικά οι Αμερικάνικες Αγορές όπου μέσα από τα καλάθια τους διαλέγαμε φτηνά κουρέλια που μετατρέπαμε σε «προχωρημένα» μοντέλα (αν δεν ψώνιζες από τις Αμερικάνικες δεν ήσουν in, τελεία και παύλα). Δίπλα από τις Καρυάτιδες, η Μέκκα, ένα υπόγειο που προσπαθούσε να σε μεταφέρει στην Ανατολή, με πυρσούς αναμμένους, μεταξωτά καθίσματα κλπ. Αν και ακούγεται κιτς, είχε, εντούτοις, μια άποψη αλλά με λιγότερο ψαγμένη πελατεία.
Λίγα μέτρα πιο πάνω, στην οδό Λυσίου, τον «δρόμο των καμακιών» που ήταν τίγκα στα μπαρ και τις discotheque, λειτουργούσε ο Απόλλωνας. Η διακόσμηση σεβόμενη την ονομασία διανθιζόταν με λευκές γύψινες προτομές αρχαίων αγαλμάτων σε μαύρο φόντο, κάτι που θύμιζε έντονα σκηνικό του Δαλιανίδη. Μόνο η Μάρθα Καραγιάννη έλειπε… Σήμερα, τα περισσότερα από εκείνα τα μαγαζιά που έγραψαν ιστορία στη γειτονιά των Θεών έχουν μετατραπεί σε πολυτελείς νεοκλασικές κατοικίες, αντίθετα με μερικά άλλα που έχουν μείνει μισογκρεμισμένα από τότε που έκλεισαν, όπως για παράδειγμα το διαβόητο ροκάδικο The Trip, όπου τα ναρκωτικά έδιναν κι έπαιρναν. Το συγκεκριμένο είχε μια μικρή αυλή που το καλοκαίρι γέμιζε, ενώ τον χειμώνα (τότε δεν υπήρχαν σόμπες-μανιτάρια) η δράση στο όνομα της Jannis Joplin και του Jimmy Hendrix μεταφερόταν στο μικρό και γεμάτο καπνούς τσιγάρων εσωτερικό του.
Μετά τα mainstream στέκια, υπήρχαν και τα γκέι, πολύ δημοφιλή στο δικό τους κοινό και μάλιστα σε μια περίοδο που βασικά το γκέι κίνημα ήταν ακόμα ανύπαρκτο. Το κορυφαίο όλων, στην οδό Κυρρήστου, ήταν το περίφημο Myconos Bar που είχε γίνει γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο με λαμπερή, διεθνή πελατεία, από τον Truman Capote και τον Freddie Mercury μέχρι τον Nureyev. Ολοι οι πελάτες, ανεξαρτήτως status, είχαν να κάνουν με τον ζωγράφο Αλέκο Αμφιλόχιο, τον ιδιοκτήτη, ο οποίος διέθετε πηγαίο καυστικό χιούμορ και φοβερή προσωπικότητα. Η μουσική, τα hits της εποχής, παίζονταν μόνο από κασέτες (όπως και σε όλα τα μικρά μαγαζιά) και το κέφι ήταν απλά απερίγραπτο. Σήμερα στη θέση του ορθώνεται ανακαινισμένη μια πολυτελής κατοικία, ενώ όταν τα μαγαζιά εκδιώχθηκαν από την Πλάκα η επιτυχία του Myconos Bar συνεχίστηκε στο Κολωνάκι, όπου άνοιξε ως Aleko’s Island.
Λίγους δρόμους πιο πάνω, στην οδό Θρασυβούλου, ένα μικρό αλλά πολύ γνωστό μπαρ, οι Εννέα Μούσες, ήταν από τα must της περιοχής με ιδιοκτήτη τον Τάκη Μπούκουρα, έναν λαϊκό και φιλικό τύπο. Από τη στιγμή που η Πλάκα μπήκε στη νέα εποχή και τα μαγαζιά έκλεισαν, οι Μούσες εγκαταλείφθηκαν εντελώς καταλήγοντας σε ένα χορταριασμένο σκελετό. Την ίδια τύχη είχαν και τα θρυλικά Ζώδια, ένα από τα πολλά μπαρ που λειτουργούσαν στην οδό Θόλου, η οποία πλημμύριζε με κόσμο σε καθημερινή βάση και όχι μόνο τα σαββατοκύριακα.
Δίπλα τους το Jagare είχε γίνει και γνωστό για τα drug shows τα οποία έδινε ο Δημήτρης ή γνωστός με το καλλιτεχνικό «Μιμή», με συχνό παρτενέρ του τον Νίκο, στον οποίο κάποιοι άσπονδοι φίλοι του φώναζαν… κουράδα! Τα shows μεταφέρθηκαν αργότερα σε ένα νεότερο μπαρ, το Why Not, ένα υπόγειο κοντά στην οδό Σχολείου. Ο dj DC Kostas, ένας από τους πιο γνωστούς στη νυχτερινή ζωή της Ουάσινγκτον στις ΗΠΑ, θυμάται από τότε: «Λοιπόν, για μένα εκείνη ήταν μια περίοδος στην οποία ανακάλυψα τον εαυτό μου. Είχα μόλις αφήσει τη γεννέτειρά μου, τη Θεσσαλονίκη, και, υποθετικά, σπούδαζα Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα. Ηταν η εποχή αμέσως μετά τη χούντα και όλα έμοιαζαν δυνατά. Τα γκέι μπαρ στην Πλάκα ήταν τα στέκια που συναντούσαμε τους φίλους μας, κάναμε καινούργιους, αράζαμε και χορεύαμε. Δεν είχαμε άλλες επιλογές, δεν υπήρχαν sites γνωριμιών, ούτε facebook, twitter και τα υπόλοιπα. Δεν υπήρχε άμεση ικανοποίηση. Επρεπε να προσπαθήσεις. Ηταν κάτι σαν μια… τελετή. Και έπαιρνες και τα ρίσκα σου αφού μπορούσε ανά πάσα στιγμή να έρθει η αστυνομία και να σε μαζέψει, απλά επειδή έτσι της έκανε κέφι. Μιλάμε για μια εποχή που το γκέι κίνημα ήταν στα γεννοφάσκια του, ακόμα και στις ΗΠΑ. Ετσι τα μπαράκια ήταν το σημείο για να συναντήσεις τους άλλους. Οι πιο μακροχρόνιες φιλίες μου άρχισαν σ’ εκείνα τα μέρη».
ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ
Στην Κυψέλη, τα πρωτεία είχε η θρυλική Quinta. Ενα μικρό σχετικά υπόγειο στη Φωκίωνος Νέγρη απ ́ όπου είχαν παρελάσει όλοι οι ροκάδες και οι προσωπικότητες που σέβονταν τον εαυτό τους. Ο Σούλης θυμάται: «Mέσα της δεκαετίας του εβδομήντα. Η Quinta σε φάση ροκ. Θυμάμαι, βγαίναμε στη “ζήτα” για 25 δραχμές. Τόσο έκανε η μπύρα. Hideaway και Steve Harley & the Cockney Rebels. Η Φωκίωνος δεν ήταν ακόμα πεζόδρομος! “We couldn’t help but keep ourselves from sinning. It was summer, summer or maybe spring οr maybe spring, or maybe spring”. Υστερα συχνάζαμε και στο Problem στην Πλατεία Αμερικης, που αργότερα έγινε Bear’s club. Εκεί, Μεγάλη Παρασκευή του 1977 με πράσινη ανοιχτόχρωμη σαλοπέτ… και διάφανα πλαστικά παπούτσια χορεύαμε το “parallel lines” των Blondie και της αγαπημένης Debbie Harry. Ηταν υπόγειο, αλλά και το κέντρο του κόσμου». Στην οδό Κυψέλης είχαμε περάσει και από ένα άλλο υπόγειο, το Olympic Venus, το οποίο ήταν διακοσμημένο με λευκά πλαστικά μανεκέν που κρέμονταν από το ταβάνι και έπαιζε βασικά ντίσκο.
ΚΑΙ ΤΑ «ΜΕΓΑΛΑ»
Τεράστιο μερίδιο στη διαμόρφωση της αθηναϊκής νύχτας στα ’80s είχε το περίφημο Ατομο, που ξανασχεδίασε τη διασκέδαση, το +SODA που άνοιξε σε παλιά αποθήκη μπροστά από τις γραμμές του ΗΣΑΠ στο Θησείο και όπου σήμερα υπάρχει πάρκο, το Εργοστάσιο στη Λ. Βουλιαγμένης με πορτιέρη τον Αρη Δαβαράκη, στεγασμένο σ’ ένα πελώριο παλιό εργοστάσιο και το οποίο τα καλοκαίρια μετακόμιζε στο Αεροδρόμιο, δίπλα στην πίστα απογείωσης του παλιού αεροδρομίου του Ελληνικού. Αυτά ήταν και οι προάγγελοι του clubbing όπως εξελίχτηκε μέχρι σήμερα με σημαιοφόρους μεγάλους χώρους μαζικής διασκέδασης, αφήνοντας για πάντα πίσω τα μικρά, ατμοσφαιρικά στέκια.
Οι έχοντες μέτρο σύγκρισης από την εμπειρία των παλαιότερων μαγαζιών μπορούν ίσως να γκρινιάζουν υποστηρίζοντας ότι «σήμερα ο κόσμος δεν ξέρει να διασκεδάσει». Προσωπικά, δεν είμαι σίγουρος αν αυτό είναι αλήθεια, αν φταίμε εμείς που μεγαλώσαμε ή η πραγματικότητα που άλλαξε. Η ζωή προχωράει και μαζί της κυλούν οι νύχτες έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα. Σε κάποιο όχι και πολύ μακρινό μέλλον ένα ανάλογο κομμάτι θα γραφτεί για όσα συμβαίνουν σήμερα ώστε να πάρουν μια γεύση «του τι γινόταν» όσοι ακόμα βρίσκονται στα σχολεία και δεν έχουν περάσει το κατώφλι ενός κλαμπ.