Ελληνικό Punk: Μια βραδιά που δεν άνοιξε η Αρετούσα
Υπάρχουν στιγμές από την εφηβεία μας που δεν ξεκολλάν απο το μυαλό μας.
Μπορεί να έχουμε ξεχάσει κάποια σημαντικά πράγματα αλλά υπάρχουν βραδιές, ώρες, λεπτά, που μένουν μαζί μας για πάντα.
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε απο τον Mike Πούγουνα με την συμβολή του Frank Panx και του Λούη
(Όλες οι φωτογραφίες ανήκουν στον Φράνκ)
Νόμιζα πως θυμόμουν την βραδιά που έκλεισε η Αρετούσα, το punk club στην Πλάκα, και πως θυμόμουν καλά τι ακολούθησε εκείνο το βράδυ αλλά όταν κάθισα να γράψω αυτό εδώ το κείμενο, συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν σίγουρος για κάποια βασικά πράγματα, όπως για παράδειγμα, το ποια ακριβώς χρονιά συνέβη αυτό που επρόκειτο να περιγράψω.
Αρχικά θα χρησιμοποιούσα για τίτλο αυτού του κειμένου το «Η βραδιά που έκλεισε η Αρετούσα» αλλά μετά από τις διορθώσεις που ακολούθησαν, αποφάσισα να το ονομάσω «μια βραδιά που δεν άνοιξε η Αρετούσα» και θα φανεί σε λίγο το γιατί.
Δεν είχα σκοπό να γράψω εδώ, ούτε τι ήταν οι πάνκηδες, ούτε τι έγινε πριν, ούτε μετά από εκείνη την βραδιά όσον αφορά στην Αρετούσα.
Απ την άλλη, εκείνο το βράδυ δεν υπήρχε κανένας λόγος να κάτσω και να σκεφτώ «μην ξεχάσω πως όλα αυτά συμβαίνουν την τάδε του μήνα, του τάδε χρόνου».
Δεν κρατούσα ποτέ μου ημερολόγιο.
Απευθύνθηκα στον Φρανκ των Panx Romana που τότε έπαιζε με τους Stress, ο οποίος μου είπε πως «την Αρετούσα την είχα εγώ με τον Ζανή από τον Οκτώβρη του 1981 (δεν θυμάμαι ακριβώς πότε) έως το τέλος. Εμείς τα κανονίζαμε όλα για 3-4 μήνες με κάποιον που δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του και μετά, με τον ιδιοκτήτη».
Τόσο με τον Φράνκ όσο και με τον Ζανή, εγώ και η παρέα μου από το συγκρότημα που είχαμε τότε, τους Flowers of Romance, δηλαδή εγώ, ο Τάσος και ο Κώστας, μέναμε όλοι στην Καλλιθέα.
O Φρανκ συμπληρώνει και δύο ακόμα άτομα από την περιοχή, τα οποία εγώ δεν θυμάμαι: τον Θανάση από την Χαροκόπου και τον Μανώλη από την Σιβιτανίδου τον οποίον συνέλαβε η αστυνομία και τον δίκασαν για προσβολή εθνικού συμβόλου, επειδή η μπλούζα που φορούσε είχε την Ελληνική σημαία με φερμουάρ.
Πήρα τηλέφωνο τον Λούη των Stress και τον ρώτησα αν θυμόταν πιο συγκεκριμένα ποιά βραδιά έκλεισε η Αρετούσα γιατί ήθελα να γράψω αυτό το κείμενο και δεν θυμόμουν αυτή την βασική λεπτομέρεια.
«Να λοιπόν ποιος κρατούσε ημερολόγιο» σκέφτηκα. Αλλά ύστερα είπε και ο Φράνκ πως είχε κάπου ένα ημερολόγιο και θα μπορούσε να ψάξει κι αυτός για να το βρει και με έστειλε αδιάβαστο. Αναρωτήθηκα αν στην τελική μόνο εγώ δεν είχα ημερολόγιο.
«Ήταν η βραδιά του δεύτερου punk φεστιβάλ. Ήταν Σάββατο. Μετά δεν ξανάνοιξε» μου είπε ο Λούης και πρόσθεσε πως είχε κάτι σαν ημερολόγιο και με παρέπεμψε να δω αυτό που είχε αναρτήσει κάποτε στο ιντερνετ.
Εγω δεν είχα πάει εκείνο το Σάββατο, άρα ήμουν εκεί την επόμενη βραδιά, την Κυριακή;
Ο Φρανκ ήταν εκείνος που διαφώνησε και ενώ ο Λούης γράφει στο κείμενό του για το «πρωί του Σαββάτου 13 Φλεβάρη 1982» ο Φράνκ τον διόρθωσε πως «αυτό ήταν το πρώτο φεστιβάλ και πως το δεύτερο φεστιβάλ ήταν στις 27 Μαρτίου 1982 με Stress και Αουσβιτς και πως τότε ΔΕΝ έκλεισε η Αρετούσα. Απλά δεν άνοιξε την Κυριακή 28 Μαρτίου του 1982. Δούλεψε σίγουρα ένα μήνα ακόμα και έκλεισε από την αστυνομία που κυνήγησε τον ιδιοκτήτη. Καταγράφονται όλα στις αφίσες. Μάλιστα η αφίσα της 27ης Μαρτίου λέει και για την συμφωνία που είχαμε κάνει με τον ιδιοκτήτη για να κάνουμε live με μπάντες punk και new wave κάθε Σάββατο. Δεν υπήρχε πρόθεση να κλείσει».
Οκέι, το θέμα ξεκαθαρίστηκε λοιπόν. Αυτά που γράφω αφορούν την Κυριακή 28 Μαρτίου 1982.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, είχα ανέβει με τον Κώστα και εξω απο το μαγαζί είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος. Ο Ζανής είχε φέρει δύο καφάσια με δίσκους για να παίξει το βράδυ.
Ο Φρανκ με διορθώνει και πάλι γιατί τελικά ο Ζανής δεν έβαλε ποτέ μουσική στην Αρετούσα αλλά εκείνη την νύχτα κουβάλαγε τους δίσκους του Φράνκ και ανησυχούσε επειδή η πόρτα ήταν κλειδωμένη.
Για μισό μήνα τον Σεπτέμβρη του ‘81 είχε παίξει μουσική ο Κοστέλο και από εκεί και πέρα DJ ήταν ο Φρανκ.
Για να συνεχίσω την αφήγησή μου, εγω θυμάμαι εκείνο το βράδυ τον Ζανή να στέκεται μπροστά στην πόρτα και να μονολογεί κάτι για τον ιδιοκτήτη του club γιατί είχε βγεί η βρώμα πως είχε απειλήσει πως «αν ξαναβάλετε φωτιά στις κουρτίνες, δεν θα ξανανοίξω την Αρετούσα» ή κάτι τέτοιο.
Ποιός μπορεί να έβαλε φωτιά στις κουρτίνες το προηγούμενο βράδυ?
Ο Φρανκ για τον οποίο η Αρετούσα ήταν κάτι σαν το σπίτι του, θυμάται και λέει «που κουβαλάγαμε στα χέρια τα καφάσια απο την κάβα με το Ζανη που είχε την ευθύνη του μπαρ και τα επιστρέφαμε πάντα άδεια. Ο άνθρωπος στην κάβα σταυροκοπιόταν γιατί σπάγαμε τα μπουκάλια. Μεταφέραμε τα βινύλια και τα πικαπ, αλλά κάναμε και τις επισκευές σε όλες τις καταστροφές που προκαλούσαν οι πάνκηδες, την καθαριότητα από τα σπασμένα μπουκάλια, ενω το βράδυ το περνούσαμε παρέα με τον Αρκουδέα, οταν με 5-6 μπατσάκια μας πήγαιναν συνοδεία μέσα από την Πλάκα, από Λυσίου και Ανδριανού σαν Τέντυ Μπόυς της νέας εποχής στο αστυνομικό τμήμα της Ακρόπολης. Βλέπεις όλοι μπορούσαν να τρέξουν αλλά κάποιοι έπρεπε να κλειδώσουν. Όμως πάντα υπήρχαν συντρόφια που έμεναν για να μας κάνουν παρέα στο κρατητήριο μαζί με τους τραβεστί της Συγγρού μέχρι το πρωί».
Δεν ξέρω πόσοι μπορεί να είχαμε μαζευτεί εξω απο την Αρετούσα στις 28 Μαρτίου του 1982. Πενήντα ή εκατό ίσως. Πάντως κανένας απο τους χουλιγκάνους που σύχναζαν στον Αρη, το μπαρ που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την Αρετούσα, δεν ξεμύτισε.
Έβγαιναν από εκεί μέσα πολλοί μαζί μόνο αν ήσουν μόνος, για να βρουν και να την πέσουν σε πάνκηδες που κυκλοφορούσαν μόνοι ή δυό-τρείς.
Αργότερα θα είχα κι αυτή την εμπειρία.
Ο Ζανής γύρισε απελπισμένος και είπε «παιδιά, δεν βλέπω να ξανανοίξει η Αρετούσα. Ξέρω ένα jazz μπαράκι στον Λυκαβηττό όμως, που μπορούμε να πάμε να ακούσουμε μουσική. Αφού τους έχουμε τους δίσκους μαζί μας έτσι κι αλλιώς…»
Και ξεκινήσαμε για το μπαράκι. Αρβύλες, δερμάτινα μπουφάν με καρφιά, κολλητά τζιν, μαλλιά καρφιά ή μοϊκανοί, μια μεγάλη παρέα, βγήκαμε στην οδό Φιλελλήνων και φτάσαμε στην πλατεία Συντάγματος.
Εκεί ο Φρανκ μπήκε στον τηλεφωνικό θάλαμο που υπήρχε στην κάτω πλευρά της πλατείας, σχεδόν απέναντι απο την αρχή της οδού Μητροπόλεως, και άρχισε να μιλάει στο τηλέφωνο, οπότε απλωθήκαμε γύρω απο το συντριβανάκι και κάτσαμε στο γρασίδι και στα παγκάκια για να τον περιμένουμε.
Εκείνος όμως μίλαγε και μίλαγε και τελειωμό δεν είχε. Ισως να πέρασε και μισή ώρα με το τηλέφωνο, οπότε κάποιοι έκαναν την αρχή και πέταξαν ένα νεράντζι ο ένας στον άλλον.
Ο νεραντζοπόλεμος, τα γέλια και το κυνηγητό στην πλατεία κράτησε αρκετή ώρα, μέχρι που ο Φρανκ βγήκε απο τον θάλαμο.
Ξεκινήσαμε και πάλι, μπαίνοντας στο Κολωνάκι, φάλαγγα κατ’ άνδρα, με στρατιωτικό βήμα, κάνοντας τους θαμώνες στις καφετέριες της πλατείας να έχουν μείνει με το στόμα ανοιχτό.
Κανα-δυό στενά μετά την πλατεία δημιουργήθηκε θέμα: κάποιοι, ανάμεσά τους και ο Φράνκ, ήθελαν να πάνε στο Λούκι, το οποίο βρισκόταν πλέον 30 μέτρα πιο πάνω και να μην ακολουθήσουν στο Jazz μπαράκι που έλεγε ο Ζανής.
Οκέι, η ομάδα διασπάστηκε. Κάποιοι πήγαν στο άλλο μαγαζί και οι υπόλοιποι ακολουθήσαμε τον Ζανή μέσα στον μισοφωτισμένο περιφερειακό του Λυκαβηττού.
Φτάνοντας έξω από το μπαράκι αρχίσαμε να μπαίνουμε με την σειρά.
Ήμουν αρκετά πίσω με τον Κώστα και μπορούσα να ακούσω οτι έπαιζε jazz. Δεν θυμάμαι αλλά ούτε ξέρω τι. Ας πούμε στην τύχη, Dave Brubeck. Ξαφνικά ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνει η βελόνα όταν γρατζουνάει το βινύλιο, δευτερόλεπτα ησυχίας και μετά η καταστροφική φασαρία κάποιου πανκ συγκροτήματος.
Ποιο μπορεί να ήταν το συγκρότημα που μπήκε στο πλατό; έβαλα στην τύχη τους Cockney Rejects.
«Δεν είχαμε δίσκο των Cockney Rejects» τόνισε ο Φράνκ που ξέρει καλύτερα τους δίσκους του και μου είπε να γράψω «κάποιο άλλο συγκρότημα» πράγμα που με έκανε να γελάσω για την ακρίβεια.
Υπήρχαν δυό ζευγαράκια έξω απο την είσοδο του μπαρ, τα οποία ετοιμάζονταν να μπουν και μάλλον με το που φτάσαμε εμείς τους κόπηκε η ορεξη.
«Τι ειναι αυτοί οι αγριάνθρωποι Λούλη?» άκουσα την μια κοπέλα να ψιθυρίζει στον συνοδό της καθώς περνούσα απο μπροστά τους. «Σκάσε, είναι πάνκηδες» της είπε ο Λούλης (το όνομα είναι τυχαίο).
Μπήκαμε μέσα στο σκοτεινό μαγαζί, και εγώ με τον Κώστα και έναν ψηλό απο την Δάφνη που τον λέγανε Σπύρο, πήγαμε και θρονιαστήκαμε στις καρέκλες ενός τραπεζιού που ήδη καθόταν μόνος του ενας τυπάκος χωρίς να τον ρωτήσουμε φυσικά.
Ο Σπύρος, ανέβασε το πόδι του πάνω στο τραπέζι, πράγμα που έκανε τον μοναχικό τυπάκο να κάνει νόημα στο γκαρσόν πως ήθελε τον λογαριασμό για να φύγει με ελαφρά πηδηματάκια.
Το τελευταίο που θυμάμαι σχετικά ξεκάθαρα, είναι πως όταν τελικά έφυγε απ το τραπέζι, ο Σπύρος γύρισε σε εμένα και τον Κώστα και μας ρώτησε «δεν μπορώ να καταλάβω τι βρίσκετε σε αυτούς τους U2 και τους ακούτε. Ποιός θα τους θυμάται μεθαύριο».
Μεγάλη ατάκα, δεν λέω, το θυμάμαι και γελάω ακόμα, και κατάφεραν να μου αρέσουν μέχρι το “Joshua Tree” αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Μετά η βραδιά αρχίζει να μπερδεύεται στο μυαλό μου.
Δεν ξέρω αν ήταν τότε ή αν ήταν κάποιο άλλο βράδυ μια περιπέτεια με ένα λάστιχο φορτηγού και ένα συντριβάνι.
Εχουν περάσει τριάντα επτά χρόνια απο τότε! Τριάντα επτά (37)!
Δεν πειράζει όμως, η εφηβεία έχει και την πλάκα της.